σαξιφραγώδη

σαξιφραγώδη
τα, Ν
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών στην οποία ανήκουν 28 οικογένειες, 165 γένη και 3.000 περίπου είδη ποών, θάμνων και δένδρων, με παγκόσμια σχεδόν εξάπλωση, από τα οποία πολλά καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, ορισμένα περιέχουν φαρμακευτικές ουσίες και άλλα έχουν εδώδιμους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εξελληνισμένος τ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. νεολατ. saxifragales].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ροδγερσία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαξιφραγίδες τής τάξης σαξιφραγώδη …   Dictionary of Greek

  • ρόχια — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής νότιας Αφρικής που ανήκει στην οικογένεια κρασσουλίδες τής τάξης σαξιφραγώδη …   Dictionary of Greek

  • σέδο(ν) — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κρασσουλίδες τής τάξης σαξιφραγώδη και περιλαμβάνει 600 περίπου είδη, από τα οποία 25 απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα, γνωστά με τις κοινές ονομασίες πετρόχορτα, κοχυλόχορτα,… …   Dictionary of Greek

  • σαξιφράγα — και σαξιφράγκα, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαξιφραγίδες τής τάξης σαξιφραγώδη, με 300 περίπου είδη, από τα οποία 18 απαντούν στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saxifraga (herba), θηλ. τού επιθ.… …   Dictionary of Greek

  • σαξιφραγίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης σαξιφραγώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημ. όρου, πρβλ. νεολατ. saxifragaceae. Βλ. και λ. σαξιφράγα] …   Dictionary of Greek

  • σεμπερβίβο — (Sempervivum). Γένος φυτών της οικογένειας των Κρασουλιδών με 15 περίπου είδη. Φυτρώνουν σε ορεινές περιοχές και είναι πόες πολυετείς, σαρκώδεις, χαμηλές, χωρίς μίσχο. Ο βλαστός τους, που φτάνει σε ύψος 5 εκ., σχηματίζεται από τα φύλλα που είναι… …   Dictionary of Greek

  • τιαρέλ(λ)α — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαξιφραγίδες τής τάξης σαξιφραγώδη και περιλαμβάνει 6 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών με όρθιο λεπτό βλαστό, τα οποία είναι ιθαγενή τών εύκρατων περιοχών τής Βόρειας… …   Dictionary of Greek

  • υδρανζέα — η, Ν βοτ. άλλη, επιστημονική ονομασία τής ορτανσίας, γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σαξιφραγίδες τής τάξης σαξιφραγώδη και έχει 25 περίπου είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydranzea (< υδρ[ο] * +… …   Dictionary of Greek

  • φιλάδελφος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στους Λεοντίνους της Σικελίας στα χρόνια του Δεκίου (249 251) μαζί με τους Αλφειό και Κυπρίνο. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε σε άγνωστο τόπο και χρόνο, μαζί με τους Διομήδη …   Dictionary of Greek

  • φυλλονομίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης σαξιφραγώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phyllonomaceae] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”